νεανίσκευμα

νεανίσκευμα
νεανίσκευμα, τὸ (Α) [νεανισκεύομαι]
συν. στον πληθ. τὰ νεανισκεύματα
εορταστικοί αγώνες στη Ρώμη σε ανάμνηση τής ενηλικίωσης τού Νέρωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”